- άσκηνος
- ἄσκηνος, -ον (Α)|.1. αυτός που δεν βρίσκεται κάτω από σκηνή, ο υπαίθριος2. εκείνος που δεν έχει σκηνοθετηθεί, ο αληθινόςII. επίρρ. ασκήνωςχωρίς σκηνοθεσία, με ειλικρίνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σκηνος < σκηνή].
Dictionary of Greek. 2013.